ποδηλατώ

ποδηλατώ
κινούμαι με ποδήλατο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποδηλατώ — έω, Ν 1. μετακινούμαι με ποδήλατο 2. εξασκούμαι στην ποδηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδηλάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”